τρυπανίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾi.paˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυπανίζιμαι

Ρηματικός τύπος

τρυπανίζομαι



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

τρυπανίζομαι (ελληνιστική κοινή)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.