τρυγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυγιά οι τρυγιές
      γενική της τρυγιάς των τρυγιών
    αιτιατική την τρυγιά τις τρυγιές
     κλητική τρυγιά τρυγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρυγιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τρυγία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας.[1] Συγκρίνετε με τη νεοελληνική τρυγία.

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾiˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυγιά
παρώνυμο: τρυγία

Ουσιαστικό

τρυγιά θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) λαϊκότροπη μορφή του τρυγία

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τρυγάω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.