τριτογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τριτογενής | η | τριτογενής | το | τριτογενές |
| γενική | του | τριτογενούς* | της | τριτογενούς | του | τριτογενούς |
| αιτιατική | τον | τριτογενή | την | τριτογενή | το | τριτογενές |
| κλητική | τριτογενή(ς) | τριτογενής | τριτογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τριτογενείς | οι | τριτογενείς | τα | τριτογενή |
| γενική | των | τριτογενών | των | τριτογενών | των | τριτογενών |
| αιτιατική | τους | τριτογενείς | τις | τριτογενείς | τα | τριτογενή |
| κλητική | τριτογενείς | τριτογενείς | τριτογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τριτογενής < τριτο- + -ο- + -γενής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tertiaire)
Επίθετο
τριτογενής, -ής, -ές
- τρίτος σε μια σειρά εξέλιξης
- (οικονομία) ο τομέας της παροχής υπηρεσιών (τράπεζες, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, κλπ)
- → δείτε τις λέξεις πρωτογενής και δευτερογενής
Πολυλεκτικοί όροι
- τριτογενής τομέας: (οικονομία) οι οικονομικές δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με τις υπηρεσίες και το εμπόριο
- τριτογενής περίοδος: (γεωλογία) η παλαιότερη περίοδος του καινοζωικού αιώνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.