πρωτογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτογενής | η | πρωτογενής | το | πρωτογενές |
| γενική | του | πρωτογενούς* | της | πρωτογενούς | του | πρωτογενούς |
| αιτιατική | τον | πρωτογενή | την | πρωτογενή | το | πρωτογενές |
| κλητική | πρωτογενή(ς) | πρωτογενής | πρωτογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτογενείς | οι | πρωτογενείς | τα | πρωτογενή |
| γενική | των | πρωτογενών | των | πρωτογενών | των | πρωτογενών |
| αιτιατική | τους | πρωτογενείς | τις | πρωτογενείς | τα | πρωτογενή |
| κλητική | πρωτογενείς | πρωτογενείς | πρωτογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτογενής < αρχαία ελληνική πρωτογενής (πρωτότοκος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.to.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐γε‐νής
Επίθετο
πρωτογενής, -ής, -ές
- που «γεννιέται», δημιουργείται, γίνεται ή προκύπτει στο πρώτο στάδιο μιας διαδικασίας και δεν είναι αποτέλεσμα μιας προηγούμενης φάσης
- πρωτογενής έρευνα, πρωτογενής παραγωγή, πρωτογενής πρόληψη του καρκίνου
- πρωτογενές πλεόνασμα (αυτό που προκύπτει κατά την περίοδο ενός οικονομικού έτους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι υποχρεώσεις από προηγούμενα έτη)
- που αναφέρεται σε στοιχεία που προκύπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο ή τα περιλαμβάνει
- ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας περιλαμβάνει τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία κλπ
- (λόγιο) ο πρωτότοκος
- (οικονομία) ο τομέας που δραστηριοποιείται στην απόσπαση και συλλογή από την φύση των πρώτων υλών (γεωργία, κτηνοτροφία, εξόρυξη μεταλλευμάτων, αλιεία, κλπ) και την χρησιμοποίηση τους άμεσα χωρίς επεξεργασία ή την διοχέτευσή τους στον δευτερογενή τομέα για επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δευτερογενής και τριτογενής
Συγγενικά
- δευτερογενής
- τριτογενής
-
Πρωτογενής παραγωγή στη Βικιπαίδεια

-
Πρωτογενείς, δευτερογενείς και τριτογενείς πηγές στη Βικιπαίδεια
(σελίδα πολιτικής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.