-γενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -γενής | η | -γενής | το | -γενές |
| γενική | του | -γενούς* | της | -γενούς | του | -γενούς |
| αιτιατική | τον | -γενή | τη(ν) | -γενή | το | -γενές |
| κλητική | -γενή(ς) | -γενής | -γενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -γενείς | οι | -γενείς | τα | -γενή |
| γενική | των | -γενών | των | -γενών | των | -γενών |
| αιτιατική | τους | -γενείς | τις | -γενείς | τα | -γενή |
| κλητική | -γενείς | -γενείς | -γενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -γενής < αρχαία ελληνική -γενής < γίγνομαι (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική -gène ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική -genous)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -γε‐νής
Επίθημα
-γενής
Μεταφράσεις
-γενής
|
|
Πηγές
- -γενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.