τρελοκομείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρελοκομείο | τα | τρελοκομεία |
| γενική | του | τρελοκομείου | των | τρελοκομείων |
| αιτιατική | το | τρελοκομείο | τα | τρελοκομεία |
| κλητική | τρελοκομείο | τρελοκομεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τρελοκομείο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (ανεπίσημα) ίδρυμα που φιλοξενεί άτομα με ψυχικές παθήσεις
- (μεταφορικά) (προφορικό) μέρος ή συνάθροιση ανθρώπων όπου επικρατεί μεγάλη αταξία, τρέλα
- (μεταφορικά) (προφορικό) άνθρωπος απρόβλεπτος που κάνει συνεχώς αστεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.