τρελάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρελάδικο | τα | τρελάδικα |
| γενική | του | τρελάδικου | των | τρελάδικων |
| αιτιατική | το | τρελάδικο | τα | τρελάδικα |
| κλητική | τρελάδικο | τρελάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τρελάδικο
|
→ δείτε τη λέξη τρελοκομείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.