μουρλοκομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουρλοκομείο τα μουρλοκομεία
      γενική του μουρλοκομείου των μουρλοκομείων
    αιτιατική το μουρλοκομείο τα μουρλοκομεία
     κλητική μουρλοκομείο μουρλοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουρλοκομείο < μουρλός + -ο- + -κομείο

Ουσιαστικό

μουρλοκομείο ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) (προφορικό) τρελοκομείο
    Από την άκριτη σύνδεση της ψυχικής αρρώστιας με τη βία και την επικινδυνότητα, την ημιμάθεια, την προκατάληψη και τον βαθιά ριζωμένο φόβο της κοινωνίας μας για το «άλλο» της πρόσωπο. Τι μπορεί να κάνει ο εθελοντής γι' αυτό; Να δραστηριοποιηθεί στο δίκτυο «κυνηγών» στίγματος. Να μας ενημερώνει για τη στιγματιστική χρήση λέξεων και φράσεων, όπως «ο σχιζοφρενής δολοφόνος», «ψυχάκιας, ψυχοπαθής, παρανοϊκός, σχίζας, psycho, μουρλοκομείο». (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.