τρέχοντα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

τρέχοντα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τρέχων
  2. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων
  3. (προφορικό) άλλη μορφή του τρέχοντος, γενική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων
  4. (προφορικό) άλλη μορφή του τρέχων, κλητική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

τρέχοντα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τρέχων
  2. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.