τρέχοντα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
τρέχοντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τρέχων
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων
- (προφορικό) άλλη μορφή του τρέχοντος, γενική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων
- (προφορικό) άλλη μορφή του τρέχων, κλητική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος μετοχής
τρέχοντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τρέχων
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τρέχων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.