τραχηλοτομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραχηλοτομία | οι | τραχηλοτομίες |
| γενική | της | τραχηλοτομίας | των | τραχηλοτομιών |
| αιτιατική | την | τραχηλοτομία | τις | τραχηλοτομίες |
| κλητική | τραχηλοτομία | τραχηλοτομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραχηλοτομία < τραχηλο(ς) + -τομία
Ουσιαστικό
τραχηλοτομία θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική τομή του τραχήλου της μήτρας
Μεταφράσεις
τραχηλοτομία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.