εκτραχηλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτραχηλισμός | οι | εκτραχηλισμοί |
| γενική | του | εκτραχηλισμού | των | εκτραχηλισμών |
| αιτιατική | τον | εκτραχηλισμό | τους | εκτραχηλισμούς |
| κλητική | εκτραχηλισμέ | εκτραχηλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτραχηλισμός < ελληνιστική κοινή ἐκτραχηλισμός < αρχαία ελληνική ἐκτραχηλίζω < τράχηλος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκτραχηλισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.