τραχηλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραχηλιά | οι | τραχηλιές |
| γενική | της | τραχηλιάς | των | τραχηλιών |
| αιτιατική | την | τραχηλιά | τις | τραχηλιές |
| κλητική | τραχηλιά | τραχηλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραχηλιά < τράχηλος
Ουσιαστικό
τραχηλιά θηλυκό
- ο πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από φόρεμα ή πουκάμισο και συνηθίζεται στις παραδοσιακές ενδυμασίες
- περίτεχνη τραχηλιά
- η σαλιάρα
- το πλατύ περιλαίμιο των ζώων
- το κρέας γύρω από τον τράχηλο σφαγμένου ζώου
Μεταφράσεις
τραχηλιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.