πετραχήλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πετραχήλι | τα | πετραχήλια |
| γενική | του | πετραχηλιού | των | πετραχηλιών |
| αιτιατική | το | πετραχήλι | τα | πετραχήλια |
| κλητική | πετραχήλι | πετραχήλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πετραχήλι
Ετυμολογία
- πετραχήλι < μεσαιωνική ελληνική πετραχήλι < ελληνιστική κοινή περιτραχήλιον, ουδέτερο του περιτραχήλιος < περί + αρχαία ελληνική τράχηλος
Ουσιαστικό
πετραχήλι ουδέτερο
Εκφράσεις
- τάζω λαγούς με πετραχήλια: υπόσχομαι πράγματα που δεν μπορώ να πραγματοποιήσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.