τί

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 1

τί

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 2

τί

  1. (αόριστη αντωνυμία) (τὶ) ονομαστική ενικού, ουδέτερου γένους (τί) του τίς
  2. (αόριστη αντωνυμία) (τί) αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους (τί) του τίς

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.