τορπιλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /toɾ.piˈli.zo/
Ρήμα
τορπιλίζω, πρτ.: τορπίλιζα, στ.μέλλ.: θα τορπιλίσω, αόρ.: τορπίλισα, παθ.φωνή: τορπιλίζομαι, μτχ.π.π.: τορπιλισμένος
- (μεταβατικό) χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη
- ο στόλος τορπίλισε το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.
- (μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι
- ο πολιτικός επέλεξε να τορπιλίσει τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τορπιλίζω | τορπίλιζα | θα τορπιλίζω | να τορπιλίζω | τορπιλίζοντας | |
| β' ενικ. | τορπιλίζεις | τορπίλιζες | θα τορπιλίζεις | να τορπιλίζεις | τορπίλιζε | |
| γ' ενικ. | τορπιλίζει | τορπίλιζε | θα τορπιλίζει | να τορπιλίζει | ||
| α' πληθ. | τορπιλίζουμε | τορπιλίζαμε | θα τορπιλίζουμε | να τορπιλίζουμε | ||
| β' πληθ. | τορπιλίζετε | τορπιλίζατε | θα τορπιλίζετε | να τορπιλίζετε | τορπιλίζετε | |
| γ' πληθ. | τορπιλίζουν(ε) | τορπίλιζαν τορπιλίζαν(ε) |
θα τορπιλίζουν(ε) | να τορπιλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τορπίλισα | θα τορπιλίσω | να τορπιλίσω | τορπιλίσει | ||
| β' ενικ. | τορπίλισες | θα τορπιλίσεις | να τορπιλίσεις | τορπίλισε | ||
| γ' ενικ. | τορπίλισε | θα τορπιλίσει | να τορπιλίσει | |||
| α' πληθ. | τορπιλίσαμε | θα τορπιλίσουμε | να τορπιλίσουμε | |||
| β' πληθ. | τορπιλίσατε | θα τορπιλίσετε | να τορπιλίσετε | τορπιλίστε | ||
| γ' πληθ. | τορπίλισαν τορπιλίσαν(ε) |
θα τορπιλίσουν(ε) | να τορπιλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τορπιλίσει | είχα τορπιλίσει | θα έχω τορπιλίσει | να έχω τορπιλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τορπιλίσει | είχες τορπιλίσει | θα έχεις τορπιλίσει | να έχεις τορπιλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τορπιλίσει | είχε τορπιλίσει | θα έχει τορπιλίσει | να έχει τορπιλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τορπιλίσει | είχαμε τορπιλίσει | θα έχουμε τορπιλίσει | να έχουμε τορπιλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τορπιλίσει | είχατε τορπιλίσει | θα έχετε τορπιλίσει | να έχετε τορπιλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τορπιλίσει | είχαν τορπιλίσει | θα έχουν τορπιλίσει | να έχουν τορπιλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.