τορπίλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τορπίλη οι τορπίλες
      γενική της τορπίλης των τορπιλών
    αιτιατική την τορπίλη τις τορπίλες
     κλητική τορπίλη τορπίλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τορπίλη < (άμεσο δάνειο) γαλλική torpille < αγγλική torpedo < λατινική torpedo < torpeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ster (σκληρός, δύσκαμπτος)

Προφορά

ΔΦΑ : /toɾˈpi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τορπίλη

Ουσιαστικό

τορπίλη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.