δυναμιτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυναμιτίζω < δυναμίτιδα + -ίζω
Ρήμα
δυναμιτίζω (παθητική φωνή: δυναμιτίζομαι)
- (μεταφορικά) υπονομεύω, απειλώ να καταστρέψω κάτι με ακραίες ενέργειες ή δηλώσεις
Συγγενικά
- δυναμιτιστής
- δυναμιτιστικός
- δυναμιτίστρια
- → δείτε τις λέξεις δυναμίτιδα και δύναμη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δυναμιτίζω | δυναμίτιζα | θα δυναμιτίζω | να δυναμιτίζω | δυναμιτίζοντας | |
| β' ενικ. | δυναμιτίζεις | δυναμίτιζες | θα δυναμιτίζεις | να δυναμιτίζεις | δυναμίτιζε | |
| γ' ενικ. | δυναμιτίζει | δυναμίτιζε | θα δυναμιτίζει | να δυναμιτίζει | ||
| α' πληθ. | δυναμιτίζουμε | δυναμιτίζαμε | θα δυναμιτίζουμε | να δυναμιτίζουμε | ||
| β' πληθ. | δυναμιτίζετε | δυναμιτίζατε | θα δυναμιτίζετε | να δυναμιτίζετε | δυναμιτίζετε | |
| γ' πληθ. | δυναμιτίζουν(ε) | δυναμίτιζαν δυναμιτίζαν(ε) |
θα δυναμιτίζουν(ε) | να δυναμιτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δυναμίτισα | θα δυναμιτίσω | να δυναμιτίσω | δυναμιτίσει | ||
| β' ενικ. | δυναμίτισες | θα δυναμιτίσεις | να δυναμιτίσεις | δυναμίτισε | ||
| γ' ενικ. | δυναμίτισε | θα δυναμιτίσει | να δυναμιτίσει | |||
| α' πληθ. | δυναμιτίσαμε | θα δυναμιτίσουμε | να δυναμιτίσουμε | |||
| β' πληθ. | δυναμιτίσατε | θα δυναμιτίσετε | να δυναμιτίσετε | δυναμιτίστε | ||
| γ' πληθ. | δυναμίτισαν δυναμιτίσαν(ε) |
θα δυναμιτίσουν(ε) | να δυναμιτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δυναμιτίσει | είχα δυναμιτίσει | θα έχω δυναμιτίσει | να έχω δυναμιτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δυναμιτίσει | είχες δυναμιτίσει | θα έχεις δυναμιτίσει | να έχεις δυναμιτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δυναμιτίσει | είχε δυναμιτίσει | θα έχει δυναμιτίσει | να έχει δυναμιτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δυναμιτίσει | είχαμε δυναμιτίσει | θα έχουμε δυναμιτίσει | να έχουμε δυναμιτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δυναμιτίσει | είχατε δυναμιτίσει | θα έχετε δυναμιτίσει | να έχετε δυναμιτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δυναμιτίσει | είχαν δυναμιτίσει | θα έχουν δυναμιτίσει | να έχουν δυναμιτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.