τορπιλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τορπιλισμός | οι | τορπιλισμοί |
| γενική | του | τορπιλισμού | των | τορπιλισμών |
| αιτιατική | τον | τορπιλισμό | τους | τορπιλισμούς |
| κλητική | τορπιλισμέ | τορπιλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /toɾ.pi.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τορ‐πι‐λι‐σμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τορπίλη
Μεταφράσεις
τορπιλισμός
Αναφορές
- τορπιλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.