τορπιλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τορπιλισμένος η τορπιλισμένη το τορπιλισμένο
      γενική του τορπιλισμένου της τορπιλισμένης του τορπιλισμένου
    αιτιατική τον τορπιλισμένο την τορπιλισμένη το τορπιλισμένο
     κλητική τορπιλισμένε τορπιλισμένη τορπιλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τορπιλισμένοι οι τορπιλισμένες τα τορπιλισμένα
      γενική των τορπιλισμένων των τορπιλισμένων των τορπιλισμένων
    αιτιατική τους τορπιλισμένους τις τορπιλισμένες τα τορπιλισμένα
     κλητική τορπιλισμένοι τορπιλισμένες τορπιλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τορπιλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τορπιλίζω

Μετοχή

τορπιλισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.