τορπιλοπλάνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τορπιλοπλάνο τα τορπιλοπλάνα
      γενική του τορπιλοπλάνου των τορπιλοπλάνων
    αιτιατική το τορπιλοπλάνο τα τορπιλοπλάνα
     κλητική τορπιλοπλάνο τορπιλοπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τορπιλοπλάνο < τορπίλη + -ο- + -πλάνο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική torpedo plane)

Ουσιαστικό

τορπιλοπλάνο[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τορπιλοπλάνο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.