τορπιλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τορπιλητής οι τορπιλητές
      γενική του τορπιλητή των τορπιλητών
    αιτιατική τον τορπιλητή τους τορπιλητές
     κλητική τορπιλητή τορπιλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τορπιλητής < τορπιλίζω + -τής

Ουσιαστικό

τορπιλητής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.