-φι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

-φῐ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-bʰi/*-bʰei < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰē/*bʰō (βλ. φή) το -bhei σχετίζεται με τα σφεῖς, το μυκηναϊκό -pei, *-σφει, παράλληλος του -σφι(ν) (λατινικά sibei > sibi) καθώς και το λακωνικό φιν, συγγενή τα: σανσκριτικά -bhih/-भिस् (-bhis) (πληθυνικό δηλωτικό οργάνων), αβεστικά -bis, γαλατικά -bi (οργανική πτώση) καθώς και τοχαρικά Β -epi (γενική πτώση)[1]

Επίθημα

-φῐ (Ομηρική)

Σημειώσεις

  1. απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή αλλά και ενίοτε στον Όμηρο στη δοτική και γενική
  2. απόσπαστηκε από τη β' κλίση ως -ό-φῐ και έπειτα εισήλθε σε άλλες κλίσεις: ἐσχαρόφι, κοτυληδονόφῐ φερειπείν,
  3. παρατηρείται και εντός διαλεκτικών τύπων λ.χ. πατροφῐστί, ἐπιπατρόφῐον από *πατρόφῐ

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φι στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. -φι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.