ἄγχι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄγχι < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

ἄγχι, συγκριτικός:ἆσσον/ἀγχίων, υπερθετικός: ἄγχιστα

  1. (τοπικό επίρρημα) κοντά, πλησίον, εγγύς
  2. (χρονικό επίρρημα) κοντά
  3. όπως, σαν

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ἄγχαυρος
  • ἀγχέμαχος
  • ἀγχεμωλία
  • ἀγχήρης
  • Ἀγχιαλεύς
  • Ἀγχιάλη
  • ἀγχίαλος
  • Ἀγχίαλος
  • ἀγχιβαθής
  • ἀγχιβατέω
  • ἀγχιβάτης
  • ἀγχίβιον
  • ἀγχιβλώς
  • ἀγχιβασίη
  • ἀγχίβοιον
  • ἀγχίγαμος
  • ἀγχίγειος
  • ἀγχιγείτων
  • ἀγχίγυος
  • ἀγχίδιαι
  • ἀγχιδίαι
  • ἀγχίδικος
  • ἀγχίδομα
  • ἀγχίδομος
  • ἀγχίζω
  • ἀγχιθάλασσος
  • ἀγχιθανής
  • ἀγχίθεος
  • ἀγχίθρονος
  • ἀγχιθυρέω
  • ἀγχίθυρος
  • ἀγχικέλευθος
  • ἀγχικέραυνος
  • ἀγχίκρημνος
  • ἀγχίκρηνος
  • ἀγχιλεχής
  • ἀγχίλωψ
  • ἀγχίμαστρον
  • Ἀγχιμάχη
  • ἀγχιμαχητής
  • ἀγχιμαχία
  • ἀγχίμαχος
  • ἀγχιμολέω
  • Ἀγχιμόλιος
  • ἀγχίμολος
  • Ἀγχίμολος
  • ἄγχιμος
  • ἀγχίμουσος
  • ἀγχινεφής
  • ἀγχινοέω
  • Ἀγχινόη
  • ἀγχίνοια
  • ἀγχίνοος
  • ἀγχίνους
  • ἀγχίνως
  • Ἄγχιος
  • ἀγχίπαλος
  • ἀγχίπλοος
  • ἀγχίπλους
  • ἀγχίπολις
  • ἀγχίπορος
  • ἀγχίπους
  • ἀγχίπτολις
  • Ἀγχίπυλος
  • ἀγχιπύρα
  • Ἀγχιρόη
  • ἀγχίρροος
  • Ἀγχίσαιος
  • Ἀγχίσης
  • ἀγχίσπορος
  • ἀγχιστεία
  • ἀγχιστεῖα
  • ἀγχιστεῖον
  • ἀγχιστεύς
  • ἀγχιστευτής
  • ἀγχιστευτικός
  • ἀγχιστεύω
  • ἀγχιστήρ
  • ἀγχιστής
  • ἀγχιστικός
  • ἀγχιστίνδην
  • ἀγχιστῖνος
  • ἀγχίστροφος
  • ἀγχιστρόφως
  • ἀγχιτέλεστος
  • ἀγχιτελής
  • ἀγχίτεξ
  • ἀγχιτέρμων
  • Ἀγχίτης
  • ἀγχίτοκος
  • ἀγχιτόκος
  • ἀγχιφανής
  • ἀγχίφρων
  • ἀγχίφυτος
  • ἀγχόθεν
  • ἀγχόθι
  • ἀγχόμορος
  • ἄγχουρος
  • Ἄγχουρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.