ἄγχι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἄγχι < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
ἄγχι, συγκριτικός :ἆσσον/ἀγχίων, υπερθετικός : ἄγχιστα
Συγγενικά
- ἄγχαυρος
- ἀγχέμαχος
- ἀγχεμωλία
- ἀγχήρης
- Ἀγχιαλεύς
- Ἀγχιάλη
- ἀγχίαλος
- Ἀγχίαλος
- ἀγχιβαθής
- ἀγχιβατέω
- ἀγχιβάτης
- ἀγχίβιον
- ἀγχιβλώς
- ἀγχιβασίη
- ἀγχίβοιον
- ἀγχίγαμος
- ἀγχίγειος
- ἀγχιγείτων
- ἀγχίγυος
- ἀγχίδιαι
- ἀγχιδίαι
- ἀγχίδικος
- ἀγχίδομα
- ἀγχίδομος
- ἀγχίζω
- ἀγχιθάλασσος
- ἀγχιθανής
- ἀγχίθεος
- ἀγχίθρονος
- ἀγχιθυρέω
- ἀγχίθυρος
- ἀγχικέλευθος
- ἀγχικέραυνος
- ἀγχίκρημνος
- ἀγχίκρηνος
- ἀγχιλεχής
- ἀγχίλωψ
- ἀγχίμαστρον
- Ἀγχιμάχη
- ἀγχιμαχητής
- ἀγχιμαχία
- ἀγχίμαχος
- ἀγχιμολέω
- Ἀγχιμόλιος
- ἀγχίμολος
- Ἀγχίμολος
- ἄγχιμος
- ἀγχίμουσος
- ἀγχινεφής
- ἀγχινοέω
- Ἀγχινόη
- ἀγχίνοια
- ἀγχίνοος
- ἀγχίνους
- ἀγχίνως
- Ἄγχιος
- ἀγχίπαλος
- ἀγχίπλοος
- ἀγχίπλους
- ἀγχίπολις
- ἀγχίπορος
- ἀγχίπους
- ἀγχίπτολις
- Ἀγχίπυλος
- ἀγχιπύρα
- Ἀγχιρόη
- ἀγχίρροος
- Ἀγχίσαιος
- Ἀγχίσης
- ἀγχίσπορος
- ἀγχιστεία
- ἀγχιστεῖα
- ἀγχιστεῖον
- ἀγχιστεύς
- ἀγχιστευτής
- ἀγχιστευτικός
- ἀγχιστεύω
- ἀγχιστήρ
- ἀγχιστής
- ἀγχιστικός
- ἀγχιστίνδην
- ἀγχιστῖνος
- ἀγχίστροφος
- ἀγχιστρόφως
- ἀγχιτέλεστος
- ἀγχιτελής
- ἀγχίτεξ
- ἀγχιτέρμων
- Ἀγχίτης
- ἀγχίτοκος
- ἀγχιτόκος
- ἀγχιφανής
- ἀγχίφρων
- ἀγχίφυτος
- ἀγχόθεν
- ἀγχόθι
- ἀγχόμορος
- ἄγχουρος
- Ἄγχουρος
Πηγές
- ἄγχι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγχι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.