επιτονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιτονισμός οι επιτονισμοί
      γενική του επιτονισμού των επιτονισμών
    αιτιατική τον επιτονισμό τους επιτονισμούς
     κλητική επιτονισμέ επιτονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιτονισμός < επι- + τονισμός, απόδοση για τη γαλλική intonation[1]

Ουσιαστικό

επιτονισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.