τοκογλυφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοκογλυφικός η τοκογλυφική το τοκογλυφικό
      γενική του τοκογλυφικού της τοκογλυφικής του τοκογλυφικού
    αιτιατική τον τοκογλυφικό την τοκογλυφική το τοκογλυφικό
     κλητική τοκογλυφικέ τοκογλυφική τοκογλυφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοκογλυφικοί οι τοκογλυφικές τα τοκογλυφικά
      γενική των τοκογλυφικών των τοκογλυφικών των τοκογλυφικών
    αιτιατική τους τοκογλυφικούς τις τοκογλυφικές τα τοκογλυφικά
     κλητική τοκογλυφικοί τοκογλυφικές τοκογλυφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τοκογλυφικός < τοκογλυφία / τοκογλύφος + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usuraire[1])

Επίθετο

τοκογλυφικός

Μεταφράσεις

  1. τοκογλυφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.