αστυνομικό τμήμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστυνομικό τμήμα | τα | αστυνομικά τμήματα |
| γενική | του | αστυνομικού τμήματος | των | αστυνομικών τμημάτων |
| αιτιατική | το | αστυνομικό τμήμα | τα | αστυνομικά τμήματα |
| κλητική | αστυνομικό τμήμα | αστυνομικά τμήματα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστυνομικό τμήμα < → δείτε τις λέξεις αστυνομικός και τμήμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος
αστυνομικό τμήμα
- τα γραφεία ή το αρχηγείο μιας τοπικής αστυνομικής δύναμης
-
αστυνομικό τμήμα στη Βικιπαίδεια

-
police station στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αστυνομικό τμήμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.