partie

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

partie (fr) θηλυκό

  1. παρτίδα, ματς, παιχνίδι, αγώνας
  2. καβγάς, μονομαχία
  3. αντίπαλος
  4. μέρος (τόπου, συνόλου, μουσικό), τμήμα
  5. κλάδος, πεδίο δράσης
  6. πάρτι



Πολωνικά (pl)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

partie (pl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.