ευθύγραμμο τμήμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευθύγραμμο τμήμα < → δείτε τις λέξεις ευθύγραμμος και τμήμα
Πολυλεκτικός όρος
ευθύγραμμο τμήμα ουδέτερο
- (γεωμετρία) το τμήμα μιας ευθείας γραμμής που περιλαμβάνει δύο σημεία Α και Β και όλα όσα υπάρχουν μεταξύ τους. Είναι ένα προσδιορισμένο κομμάτι μιας ευθείας.
- ↪ Το ευθύγραμμο τμήμα παριστάνεται με ΑΒ ή Έχει μήκος, αλλά δεν έχει κατεύθυνση, δεν έχει προσανατολισμό, όπως το διάνυσμα.
ευθύγραμμο τμήμα πάνω στη φέρουσα άπειρου μήκους ευθεία
Μεταφράσεις
ευθύγραμμο τμήμα
Πηγές
- Κεφάλαιο 2. Τα βασικά γεωμετρικά σχήματα - Αργυρόπουλος, Ηλίας et al. Ευκλείδεια Γεωμετρία Α΄ Γενικού Λυκείου, τεύχος α΄. ΥΠΕΠΘ, χ.χ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.