εκλογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκλογικός | η | εκλογική | το | εκλογικό |
| γενική | του | εκλογικού | της | εκλογικής | του | εκλογικού |
| αιτιατική | τον | εκλογικό | την | εκλογική | το | εκλογικό |
| κλητική | εκλογικέ | εκλογική | εκλογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκλογικοί | οι | εκλογικές | τα | εκλογικά |
| γενική | των | εκλογικών | των | εκλογικών | των | εκλογικών |
| αιτιατική | τους | εκλογικούς | τις | εκλογικές | τα | εκλογικά |
| κλητική | εκλογικοί | εκλογικές | εκλογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.