τηλεπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηλεπάθεια | οι | τηλεπάθειες |
| γενική | της | τηλεπάθειας | των | τηλεπαθειών |
| αιτιατική | την | τηλεπάθεια | τις | τηλεπάθειες |
| κλητική | τηλεπάθεια | τηλεπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική telepathy < αρχαία ελληνική τηλε- + -πάθεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /tileˈpaθia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐πά‐θει‐α
Ουσιαστικό
τηλεπάθεια θηλυκό
- (παραψυχολογία, επιστημονική φαντασία) η υποτιθέμενη δυνατότητα ψυχικής επικοινωνίας συναισθημάτων, σκέψεων ή αισθήσεων από απόσταση, χωρίς το συνηθισμένο τρόπο επικοινωνίας
- ※ Ήξερε ο μπαμπάς σου να κάνει τέτοια πράγματα;» «Τι πράγματα;» «Τηλεπάθεια… τέτοια πράγματα. Δεν ήξερε, ε; Μπα, δεν πρέπει να ’ξερε, δεν υπάρχει τηλεπάθεια, γι' αυτό και πρέπει να κατεβάζεις μαλακίες, για να γράφεις βιβλία, αντί να ψάξεις για την αλήθεια. (Οι πληροφοριοδότες, Juan Gabriel Vásquez, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015)
- ※ Το άτομο μπορεί να γοητεύεται από τη μαγεία, τη μαντεία, την αστρολογία, το μεταφυσικό, να δονείται από την πίστη στην τηλεπάθεια, τη μεταθανάτια ζωή, να έχει εμμονές με συγκεκριμένες προκαταλήψεις ή δεισιδαιμονίες. (Μιλώντας για εμάς και τα προβλήματά μας, Μυρσίνη Κωστοπούλου, Εκδ. Καστανιώτη 2014)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.