τηλεπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεπάθεια οι τηλεπάθειες
      γενική της τηλεπάθειας των τηλεπαθειών
    αιτιατική την τηλεπάθεια τις τηλεπάθειες
     κλητική τηλεπάθεια τηλεπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική telepathy < αρχαία ελληνική τηλε- + -πάθεια

Προφορά

ΔΦΑ : /tileˈpaθia/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τηλεπάθεια

Ουσιαστικό

τηλεπάθεια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.