τηλεπαθητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλεπαθητικός η τηλεπαθητική το τηλεπαθητικό
      γενική του τηλεπαθητικού της τηλεπαθητικής του τηλεπαθητικού
    αιτιατική τον τηλεπαθητικό την τηλεπαθητική το τηλεπαθητικό
     κλητική τηλεπαθητικέ τηλεπαθητική τηλεπαθητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλεπαθητικοί οι τηλεπαθητικές τα τηλεπαθητικά
      γενική των τηλεπαθητικών των τηλεπαθητικών των τηλεπαθητικών
    αιτιατική τους τηλεπαθητικούς τις τηλεπαθητικές τα τηλεπαθητικά
     κλητική τηλεπαθητικοί τηλεπαθητικές τηλεπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τηλεπαθητικός < τηλε- + παθητικός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική telepathic[1] [2], (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική télépathique[2], (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική telepathisch[2])

Επίθετο

τηλεπαθητικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. « σφαλερός σχηματισμός αντί τηλεπαθής»· τηλεπαθητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τηλεπαθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.