μεταφυσικό

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεταφυσικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μεταφυσικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεταφυσικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.