τηλεγραφήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεγραφήτρια οι τηλεγραφήτριες
      γενική της τηλεγραφήτριας των τηλεγραφητριών
    αιτιατική την τηλεγραφήτρια τις τηλεγραφήτριες
     κλητική τηλεγραφήτρια τηλεγραφήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεγραφήτρια < τηλεγραφητής + -τρια

Ουσιαστικό

τηλεγραφήτρια θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη  τηλεγραφητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.