τηλεγράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τηλεγράφημα | τα | τηλεγραφήματα |
| γενική | του | τηλεγραφήματος | των | τηλεγραφημάτων |
| αιτιατική | το | τηλεγράφημα | τα | τηλεγραφήματα |
| κλητική | τηλεγράφημα | τηλεγραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεγράφημα (μαρτυρείται από το 1871)[1] < τηλεγραφώ, τηλεγραφη- + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική télégramme < αρχαία ελληνική τηλε- + γράμμα) [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.leˈɣɾa.fi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐γρά‐φη‐μα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τηλέγραφος, γράφημα, τηλε- και γράφω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 993, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- τηλεγράφημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.