τζόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζόγος | οι | τζόγοι |
| γενική | του | τζόγου | των | τζόγων |
| αιτιατική | τον | τζόγο | τους | τζόγους |
| κλητική | τζόγε | τζόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τζόγος αρσενικό
- χαρτοπαιξία
- (κατ’ επέκταση), συνηθέστερη χρήση: η τυχαιοπαιγνία, οποιοδήποτε τυχερό παιχνίδι
- το κενό που υπάρχει ανάμεσα σε δύο αντικείμενα που δεν έχουν ταιριάξει ακριβώς, όπως πρέπει
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.