διάμεσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάμεσο τα διάμεσα
      γενική του διάμεσου των διάμεσων
    αιτιατική το διάμεσο τα διάμεσα
     κλητική διάμεσο διάμεσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάμεσο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διάμεσος

Ουσιαστικό

διάμεσο ουδέτερο

  1. μέντιουμ
  2. διάκενο
  3. (μουσική) ιντερμέτζο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.