διάκενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διάκενο | τα | διάκενα |
| γενική | του | διάκενου & διακένου |
των | διάκενων & διακένων |
| αιτιατική | το | διάκενο | τα | διάκενα |
| κλητική | διάκενο | διάκενα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάκενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάκενον του αρχαίου επιθέτου διάκενος (άδειος) [1]
Ουσιαστικό
διάκενο ουδέτερο
- ο σχετικά στενός κενός χώρος ανάμεσα σε δύο παράλληλες ακμές αντικειμένων
Αναφορές
- διάκενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.