τζογάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τζογάρω < τζόγος + -άρω < βενετική zogo < ιταλική gioco < λατινική iocus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yek- (μιλώ)

Ρήμα

τζογάρω

  1. (προφορικό) παίζω μανιωδώς χαρτιά
     συνώνυμα: χαρτοπαίζω
  2. (κατ’ επέκταση) παίζω (μανιωδώς) τυχερά παιχνίδια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.