cam
Αγγλικά
(en)
Κλίση
ενικός
πληθυντικός
cam
cams
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kam
/
Ουσιαστικό
cam
(ro)
άδοντο γρανάζι κυμαινόμενης ακτίνας (κοινό στα ιαπωνικά αυτόματα)
Συντομομορφή
: (η)
κάμερα
Ρουμανικά
(ro)
Επίρρημα
cam
(ro)
περίπου
,
κάπως
Τουρκικά
(tr)
Ουσιαστικό
cam
(tr)
γυαλί
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.