cam

Αγγλικά (en)

Κλίση

      ενικός         πληθυντικός  
cam cams

Προφορά

ΔΦΑ : /kam/

Ουσιαστικό

cam (ro)

  1. άδοντο γρανάζι κυμαινόμενης ακτίνας (κοινό στα ιαπωνικά αυτόματα)
  2. Συντομομορφή: (η) κάμερα

Ρουμανικά (ro)

Επίρρημα

cam (ro)

  1. περίπου, κάπως



Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

cam (tr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.