τζίβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τζίβα | οι | τζίβες |
| γενική | της | τζίβας | — | |
| αιτιατική | την | τζίβα | τις | τζίβες |
| κλητική | τζίβα | τζίβες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζίβα < σλαβικής προέλευσης dzīva < dzīvs (που θάλλει, που αναπτύσσεται -για φυτό) < πρωτοβαλτοσλαβική *gīˀwas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷiwós / *gʷih₃wós (ζων, ζωντανός) < *gʷey- / *gʷī- (ζων, ζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡zi.va/
Ουσιαστικό
τζίβα θηλυκό
- είδος άγριου και ψιλού χορταριού, με το οποίο παλαιότερα γέμιζαν μαξιλάρια και στρώματα ή από το οποίο κατασκεύαζαν σχοινί)
- (συνεκδοχικά) σφουγγάρι φτιαγμένο από τέτοιο χορτάρι
- (συνεκδοχικά, κατ’ επέκταση) τα μπλεγμένα (άλουστα και βρόμικα) μαλλιά κάποιου, που σχηματίζουν κόμπους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.