τζίβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζίβα οι τζίβες
      γενική της τζίβας
    αιτιατική την τζίβα τις τζίβες
     κλητική τζίβα τζίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζίβα < σλαβικής προέλευσης dzīva < dzīvs (που θάλλει, που αναπτύσσεται -για φυτό) < πρωτοβαλτοσλαβική *gīˀwas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷiwós / *gʷih₃wós (ζων, ζωντανός) < *gʷey- / *gʷī- (ζων, ζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈd͡zi.va/

Ουσιαστικό

τζίβα θηλυκό

  1. είδος άγριου και ψιλού χορταριού, με το οποίο παλαιότερα γέμιζαν μαξιλάρια και στρώματα ή από το οποίο κατασκεύαζαν σχοινί)
  2. (συνεκδοχικά) σφουγγάρι φτιαγμένο από τέτοιο χορτάρι
  3. (συνεκδοχικά, κατ’ επέκταση) τα μπλεγμένα (άλουστα και βρόμικα) μαλλιά κάποιου, που σχηματίζουν κόμπους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.