τεφτέρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεφτέρι τα τεφτέρια
      γενική του τεφτεριού των τεφτεριών
    αιτιατική το τεφτέρι τα τεφτέρια
     κλητική τεφτέρι τεφτέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεφτέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική defter < αραβική دفتر (daftar) < αραμαϊκή דהפתּיר (defter) < αρχαία ελληνική διφθέρα (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

τεφτέρι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) το σημειωματάριο
  2. (παρωχημένο) το τετράδιο λογαριασμών ή καταγραφής χρεών
  3. (παρωχημένο) το κιτάπι

Συγγενικά

  • μπακαλοτέφτερο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.