τετράδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράδιο τα τετράδια
      γενική του τετραδίου
& τετράδιου
των τετραδίων
    αιτιατική το τετράδιο τα τετράδια
     κλητική τετράδιο τετράδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετράδιο < ελληνιστική κοινή τετράδιον περγαμηνή διπλωμένη στα τέσσερα) < αρχαία ελληνική τετράς
Ένα μαθητικό τετράδιο.

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈtɾa.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τετράδιο

Ουσιαστικό

τετράδιο ουδέτερο

  • (γραφική ύλη) σύνολο από συρραμμένα φύλλα χαρτιού (λευκά ή με τυπωμένες γραμμές) με προστατευτικό εξώφυλλο που χρησιμοποιούνται για γράψιμο, καταγραφή εμπορικών εργασιών κ.λπ.

Παράγωγα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.