ledger
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| ledger | ledgers |
ledger (en)
- λογιστικό βιβλίο, βιβλίο αποθήκης, κατάστιχο, τεφτέρι
- ταφόπλακα
- δοκός σκαλωσιάς ή υποστύλωσης, τραβέρσα
- (πληροφορική) λίστα ταξινόμησης, ταξωνυμική λίστα
Ρήμα
| ενεστώτας | ledger |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | ledgers |
| αόριστος | ledgered |
| παθητική μετοχή | ledgered |
| ενεργητική μετοχή | ledgering |
ledger (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.