ledger

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ledger ledgers

ledger (en)

  1. λογιστικό βιβλίο, βιβλίο αποθήκης, κατάστιχο, τεφτέρι
  2. ταφόπλακα
  3. δοκός σκαλωσιάς ή υποστύλωσης, τραβέρσα
  4. (πληροφορική) λίστα ταξινόμησης, ταξωνυμική λίστα

Ρήμα

ενεστώτας ledger
γ΄ ενικό ενεστώτα ledgers
αόριστος ledgered
παθητική μετοχή ledgered
ενεργητική μετοχή ledgering

ledger (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.