τερέβινθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τερέβινθος | οι | τερέβινθοι |
| γενική | της | τερεβίνθου | των | τερεβίνθων |
| αιτιατική | την | τερέβινθο | τις | τερεβίνθους |
| κλητική | τερέβινθε (τερέβινθο) |
τερέβινθοι | ||
| Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- τερέβινθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερέβινθος, παράλληλος τύπος για την αρχαία ελληνική τέρμινθος[1] Δείτε και ἐρέβινθος
- όρος βοτανικής < (λόγιο δάνειο) νεολατινική terebinthus < αρχαία ελληνική τερέβινθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τερέβινθος θηλυκό
Συγγενικά
Σύνθετα
Συνώνυμα
- τσικουδιά
- κοκκορεβυθιά
- τραμιθιά
- τριμιθιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.