νέφτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νέφτι τα νέφτια
      γενική του νεφτιού των νεφτιών
    αιτιατική το νέφτι τα νέφτια
     κλητική νέφτι νέφτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νέφτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική neft < περσική نفت (νάφτ, πετρέλαιο)

Ουσιαστικό

νέφτι ουδέτερο

  • αιθέριο έλαιο, χρησιμοποιείται κυρίως σαν καθαριστικό και διαλυτικό χρωμάτων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.