σχίνος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- σχίνος < αρχαία ελληνική σχῖνος
Ουσιαστικό
σχίνος αρσενικό και σκίνος ή σκίνο
- (φυτό) το μαστιχόδεντρο
- (φυτό) το γένος δέντρων Schinus (στο οποίο ανήκει και το μαστιχόδεντρο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.