τέρμινθος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τέρμινθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τέρμινθος θηλυκό
- ιογενή εξανθήματα, μολυσματική τέρμινθος, (Molluscum Contagiosum Virus - MCV)
Μεταφράσεις
τέρμινθος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- τέρμινθος < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- τέρμινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέρμινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.