τέρμινθος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τέρμινθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τέρμινθος θηλυκό

  • ιογενή εξανθήματα, μολυσματική τέρμινθος, (Molluscum Contagiosum Virus - MCV)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

τέρμινθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τέρμινθος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.