ἐρέβινθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐρέβινθος | οἱ | ἐρέβινθοι |
| γενική | τοῦ | ἐρεβίνθου | τῶν | ἐρεβίνθων |
| δοτική | τῷ | ἐρεβίνθῳ | τοῖς | ἐρεβίνθοις |
| αιτιατική | τὸν | ἐρέβινθον | τοὺς | ἐρεβίνθους |
| κλητική ὦ! | ἐρέβινθε | ἐρέβινθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρεβίνθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρεβίνθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐρέβινθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐρέβινθος, -ου αρσενικό
- ρεβίθι (Cicer arietinum)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 589 (588-590)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν | θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι, | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ,
- Και ως από φτυάρι διάπλατο, σ᾽ ένα μεγάλο αλώνι, | τα μελαψά κουκιά σκιρτούν ή τα ρεβύθια πέρα, | καθώς αέρας τα φυσά και ο λιχνιστής τα παίζει,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν | θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι, | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 2, 372c (372c-372d)
- καὶ τραγήματά που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων, καὶ μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσιν πρὸς τὸ πῦρ, μετρίως ὑποπίνοντες·
- Θα τους σερβίρομε βέβαια ακόμη και τα επιδόρπιά τους, σύκα και ρεβίθια και κουκιά και σμερτοκούκια και βαλανίδια, να τα σιγοψήνουν στη χόβολη για να τραβούν κι από καμιά πότε πότε·
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- καὶ τραγήματά που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων, καὶ μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσιν πρὸς τὸ πῦρ, μετρίως ὑποπίνοντες·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1396 (1393-1396)
- εἰ γὰρ τοιαῦτά γ᾽ οὗτος ἐξειργασμένος | λαλῶν ἀναπείσει, | τὸ δέρμα τῶν γεραιτέρων λάβοιμεν ἂν | ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐρεβίνθου.
- αν αποδείξει, τώρα που έτσι φέρθηκε, | πως τάχα έχει δίκιο, | των γέρων τα τομάρια δε θ᾽ αξίζουν πια | ούτ᾽ ένα ρεβύθι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- εἰ γὰρ τοιαῦτά γ᾽ οὗτος ἐξειργασμένος | λαλῶν ἀναπείσει, | τὸ δέρμα τῶν γεραιτέρων λάβοιμεν ἂν | ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐρεβίνθου.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 589 (588-590)
- (φυτό) ρεβιθιά
- (μεταφορικά) ανδρικό μόριο
- ἐρεβίνθη
Συγγενικά
- ἐρεβίνθειος
- ἐρεβινθιαῖος
- ἐρεβίνθινος
- ἐρεβίνθιον (υποκοριστικό)
- Ἐρεβινθολέων
- ἐρεβινθοφόρος
- ἐρεβινθοπώλης
- ἐρεβινθώδης
- λεπτερέβινθος
Πηγές
- ἐρέβινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρέβινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.