τερεβινθέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τερεβινθέλαιο | τα | τερεβινθέλαια |
| γενική | του | τερεβινθελαίου & τερεβινθέλαιου |
των | τερεβινθελαίων |
| αιτιατική | το | τερεβινθέλαιο | τα | τερεβινθέλαια |
| κλητική | τερεβινθέλαιο | τερεβινθέλαια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τερεβινθέλαιο < τερέβινθ(ος) + -έλαιο
Ουσιαστικό
τερεβινθέλαιο ουδέτερο
- αιθέριο έλαιο, παράγεται από την απόσταξη της τερεβινθίνης, χρησιμοποιείται κυρίως σαν καθαριστικό και διαλυτικό χρωμάτων
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τερεβινθέλαιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.