φιστικιά

Νέα ελληνικά (el)

Pistacia vera, η φυστικιά.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιστικιά οι φιστικιές
      γενική της φιστικιάς των φιστικιών
    αιτιατική τη φιστικιά τις φιστικιές
     κλητική φιστικιά φιστικιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιστικιά < φιστίκ(ι) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.stiˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιστικιά
τονικό παρώνυμο: φιστίκια

Ουσιαστικό

φιστικιά θηλυκό

  • (δέντρο) το καρποφόρο δέντρο το οποίο παράγει το φιστίκι (δέντρο που η καλλιέργειά του στην Ελλάδα εισήχθη μάλλον από την Περσία)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φιστικιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φιστικής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φιστικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.